καταρρέω

καταρρέω
(AM καταρρέω)
1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.)
2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις σε ένα τάφον», Βαλαωρ.
β. «κατερρύη τὸ τῆς πόλεως ἀνδρεῑον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. φθείρομαι, παρακμάζω («κατέρρευσε η αυτοκρατορία»)
2. εξαντλούμαι, χάνω τις δυνάμεις μου («μετά τον θάνατο τής γυναίκας του κατέρρευσε»)
μσν.-αρχ.
1. ρέω προς τα κάτω («καραρρέον φλέγμα ἐκ τῆς κεφαλής», Ηρόδ.)
2. πέφτω κάτω («ὁ γεωργός... ἐῴη τὸν καρπὸν ἀσυγκόμιστον εἰς τὴν γῆν πάλιν καταρρεῑν», Ξεν.)
3. (για νεκρό) αποσυντίθεμαι, διαλύομαι («τοσοῡτον κατεκαύθη, ἕως οὗ πᾱσαι αἱ σάρκες αὐτοῡ κατέρρευσαν», Μηναί.)
4. στάζω («κραδαίνοντα τὴν λόγχην αἵματι καταρρεομένην», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) ορμώ προς τα κάτω («ἁθρόοι καταρρέοντες», Αριστοφ.)
2. περιέρχομαι («καὶ ἐκ θεοῡ τὸ τῆς πατριᾱς ὄνομα καὶ εἰς ἡμᾱς καταρρεῑ», Κύριλλ.)
3. θάβω («ταῡτα δὲ τὰ κυήματα καταρρεῑ εἰς τὴν γῆν», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταρρέω — καταρρέω, κατέρρευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταρρέω — κατέρρευσα και κατάρρευσα 1. γκρεμίζομαι, καταπέφτω: Κατέρρευσε η πολυκατοικία. 2. φθείρομαι, παρακμάζω, φθίνει η υγεία μου: Κατέρρευσε ολότελα από την ασθένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταρρέῃ — καταρρέω flow down pres subj mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres subj act 3rd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres subj mp 2nd sg καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg καταρρέω flow …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρεῖ — καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (attic epic doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρεύσῃ — καταρρέω flow down pres part act fem dat sg (epic ionic) καταρρέω flow down aor subj mid 2nd sg καταρρέω flow down aor subj act 3rd sg καταρρέω flow down fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρεόμενον — καταρρέω flow down pres part mp masc acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part mp masc acc sg καταρρέω flow down pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρεόντων — καταρρέω flow down pres part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act masc/neut gen pl καταρρέω flow down pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέει — καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind mp 2nd sg (epic ionic) καταρρέω flow down pres ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέον — καταρρέω flow down pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act masc voc sg καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρέοντα — καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) καταρρέω flow down pres part act neut nom/voc/acc pl καταρρέω flow down pres part act masc acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”